Νότα Κυμοθόη "Ερώ" Ποίηση
...Ω έρωτα
Οι προγιαγιάδες των προγόνων μου
σε ιερή συμφωνία ορκισμένες
μέσα στων σπηλαίων τα αιδοία
μοναδικό και ιερό τους δένδρο
τον ανθισμένο σου είχαν φαλλό.
Σε κρατούσαν σιωπηρά ως μυστήριο
κι έγινες η γνώση του καλού και του κακού
σε περιβόλια παραδεισένια.
Όλα είναι έρωτας...
Τους κραδασμούς του συλλαμβάνω
κι αυτό της αύρας του το χρώμα
διαδίδεται ολούθε.
Μόνο τα λάθη δραπετεύουν εύκολα
τη γόνιμη σιωπή δεν την αντέχουν...
Τέντωσα το κοτσάνι μου και σε βρήκα
με μια θλίψη άγνωρη να με πονάς στο στήθος
για όλες τις πρώτες μου αναλαμπές.
Για σένα μόχθησα κι ονειρεύτηκα
σε άλλες εποχές...
Για σένα στη γη πάλι οδοιπόρος...
Τόσα χρόνια!..
Τι είναι ισχυρότερο μέσα σου;
Η θύμηση, είπες
και μελαγχόλησες κι άλλο...
Ενώ εγώ άπλωσα την αγάπη μου όλη
για νάχεις έν άστρο στη μεγάλη σου νύχτα...
Τότε η άγνωρη θλίψη σου έλιωσε όλη
στο άστρο μου που σ' αγναντεύει!
....
Είδα να με καλούν οι αναμάρτητοι
με το χρυσάφισμα γύρω
Της σκάλας φρουροί που πάει ψηλά
Μες την πηγή που αναβλύζει το ύδωρ της ζωής
Αόρατοι με λευκά φτερά τρεις συνοδοί μου
με το κυανό τους βλέμμα πράο
και τριγύρω μου δώδεκα άγγελοι μ' οδηγούσαν...
Με τα στήθια μου πλώρη στον άνεμο
διασχίζω τα κύματα και διώχνω την καταιγίδα
Την όψη της γης αφήνω πίσω
και τα δέντρα της τ' αστερόεντα
Στα βουνά της εμπόδια υψώνονται μες τα νέφη
Αιωνόβια δέντρα κι αντιστέκονται
Χρόνια λοξά που με ταπείνωσαν οι προδοσίες
Όλα μένουν εκεί πίσω στο συρματόπλεγμα
Εδώ ξανοίγει στους ορίζοντες ιόχρους πύλη
ώσπου κυανό με ρουφάει πέρασμα
Περπατώ αγνή πλάι στους αναμάρτητους
Σε χώρα αιθέρων μακρινή με την Ιφιγένεια.
Σε Ουράνια Χώρα Φωτός τώρα πορεύομαι
Τα πλούτια μου όλα δόθηκαν εδώ άφθονα
Τόπια γαλάζιο και χρυσάφι αμέτρητο
Πλάσματα μικρά φτερωτά με συνοδεύουν γενεές γενεών
Μ' αναγνωρίζουν όλα από τότε
Ανεπαίσθητες ανάσες από το ύβωμα του Γαβρόβου
Ήρθαν και με καλωσόρισαν
Χαίρε, χαίρε άδοντας χιλιάδες φωνούλες ακούστηκαν
Ο αρχαιότερος γεωργός μου πρόσφερε τα στάχυα
Μια στιγμή εστάθηκα και τα ευαγγέλισα
Οι πνοές της Αιγαιίδας όλες με κύκλωσαν
Λευκά χέρια κρατούσαν τους Κέρνους και τα Ρυτά
Ιέρειες και άνδρες λυράρηδες την παραβιασμένη τελετή
Σώσαντες!
Μακάριοι, μακάριοι στο βυθό του Αιγαίου
Μακάριοι, μακάριοι κάτω απ΄τον ασβέστη
Οι κόρες των Κυκλάδων και της Kρήτης άδοντας
μες από πανέρια αρχαία Ελληνικά
σκορπίζουν ολόλευκους κρίνους
στα πόδια Εκείνου που το θάνατο νίκησε
και τον Έρωτα αιώνια περιέσωσε
για να λάβει ο πάλευκος κρίνος του Αιγαίου
μες στους αιώνες τη δόξα του.
Τώρα Εώ και Ερώ
Μακάριοι όσοι μέθυσαν με τον Άσπιλο οίνο
γι' αυτούς η ροή της ζωής.
Εμπιστεύομαι τα σταφύλια της παρθενίας μου
στα πατητήρια των μυημένων.
Τ' αληθινά μου φωνήεντα δεν συνθλίβονται
Μακάριες οι ωραίες γυναίκες που τα προφέρουν
Μακάριοι κι όσοι δίκαιοι ακολουθούν
Δυνατοί νικούν και την αλήθεια αποκρυπτογραφούν.
Σε Χώρα Ουράνια κι αιθέρια πορεύομαι
Πομπές από θρηνούσες Ταναγραίες γυναίκες περνούν
σε συρμό Μινωικό με τα χέρια υψωμένα στην κεφαλή τους
λέγοντας: θάνατος δεν υπάρχει.
Ακολουθούν γαλάζια πουλιά και λευκά περιστέρια
στο ράμφος τους κρατώντας το άστρο, τον τροχό
την οχτώσχημη ασπίδα και το σταυρό
Της Βεργίνας ο ήλιος στο μέσον
σα μικρά φυλαχτά ή εξαπτέρυγα
και στων αγγέλων τις λευκές παλάμες τα εναποθέτουν.
Ωσανά σημαίνουν οι σάλπιγγες: Θάνατος δεν υπάρχει
Τρέμουν τα νέφη απ΄τον χρυσεγέρτη άνεμο της καμπάνας
Άξια, άξια. Χαίρε!
Ιδού ένθρονη η αρχαία Θεά παρίσταται
με τα φυσικά της στολίδια και τα πλούσια στήθια
ανάμεσα σε γρύπες φτερωτούς
υψώνει τα χέρια της τόξο
κι επάνω αστράφτει ο διπλός πέλεκυς.
Οι κόρες της Κνωσσού γυμνόστηθες με χαιρέτησαν
Στον όλεθρο του θανάτου αντιστέκονται άδοντας:
Θάνατος δεν υπάρχει
Ιδού τα Επιφάνεια και οι ιέρειες
με τις μακριές τους πλεξούδες χορεύουν
Στρώνουν άνθη για να πατήσει η νεαρά Θεά
που μετέωρη έρχεται από τα βάθη τ' Ουρανού
με κώμη ανεμισμένη και φέρνει την άνοιξη...
Η ζωή χαράζεται απ' αρχής με δύναμη ανεξήγητη!
Ο έρως νυν και αιέν εαρινοποίητος και ζωοδότης!
Φως χαραγμένο ως ευχή του ανθρώπου!..
...